- κοκκινογούλι
- τοπαντζάρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοκκινογούλι — το κοινή ονομασία τού εδώδιμου φυτού τεύτλο το ερυθρόφυλλο, αλλ. παντζάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινο + γουλί «βλαστάρι, κοτσάνι»] … Dictionary of Greek
ακόνιτο — (aconitum). Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Περιλαμβάνει περισσότερα από 60 είδη της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Τα φυτά αυτά έχουν ψηλό βλαστό που μπορεί να φτάσει σε ύψος… … Dictionary of Greek
παντζάρι — το 1. το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία τεύτλο το ερυθρόφυλλο, αλλ. κοκκινογούλι 2. φρ. «έγινε κόκκινος σαν το παντζάρι» ή «κοκκίνισε σαν παντζάρι» έγινε κατακόκκινος, συν. από ντροπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pancar] … Dictionary of Greek
τευτλόρριζον — τό, Μ το κοκκινογούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῦτλον + ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. σαρκό ρριζος] … Dictionary of Greek
παντζάρι — το ιού (λ. τουρκ.), το κοκκινογούλι, το τεύτλο: Θα φάμε ψάρια και παντζάρια σκορδαλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεύτλο — το κοκκινογούλι, παντζάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)